- θυρεοφόρος
- θυρεοφόρος, -ον (Α)αυτός που φέρει θυρεό, δηλ. μεγάλη επιμήκη ασπίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, κερδο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυρεοφόρον — θυρεοφόρος masc/fem acc sg θυρεοφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρεοφόρους — θυρεόφορος armed with such a shield masc/fem acc pl θυρεοφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρεοφόρων — θυρεόφορος armed with such a shield masc/fem/neut gen pl θυρεοφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρεοφόροι — θυρεοφόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρεαφόρος — θυρεαφόρος, ον βλ. θυρεοφόρος … Dictionary of Greek
θυρεοφορώ — θυρεοφορώ, έω (Α) [θυρεοφόρος] είμαι οπλισμένος με θυρεό, με μεγάλη επιμήκη ασπίδα … Dictionary of Greek
ՎԱՀԱՆԱԿԻՐ — (կրի, րաց.) NBH 2 0771 Chronological Sequence: Early classical, 10c Տ. ՎԱՀԱՆԱՒՈՐ. θυρεοφόρος, αἵρων τὸν θυρεόν scutifer, scutatus. *Որդիք Յուդայ վահանակիրք եւ տիգաւորք: Գայր այլազգին, եւ այր վահանակիր առաջի նորա. ՟Ա. Մնաց. ՟Ժ՟Բ. 24: ՟Ա. Թագ. ՟Ժ՟Է … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)